- σκευουργία
- ἡ, Α1. κατασκευή σκευών, εργαλείων ή πολεμικών εξαρτημάτων2. κατασκευή προσωπείων και σκηνικών αντικειμένων, η σκευοποιΐα*.[ΕΤΥΜΟΛ. < σκεῦος + -ουργία (< -ουργός < ἔργον*), πρβλ. μηχαν-ουργία].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σκευουργία — σκευουργίᾱ , σκευουργία making of tools fem nom/voc/acc dual σκευουργίᾱ , σκευουργία making of tools fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκευουργίας — σκευουργίᾱς , σκευουργία making of tools fem acc pl σκευουργίᾱς , σκευουργία making of tools fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκευουργικός — ή, όν, Α [σκευουργία] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σκευουργία 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ σκευουργική (ενν. τέχνη) η σκευουργία* … Dictionary of Greek